-
1 πληθος
- εος τό1) множество(χρυσοῦ Plat.; πημάτων Aesch.)
στρατοῦ π. Her. — многочисленное войско;ἐς π. Thuc. — во множестве2) большинство, основная часть, главные силы(τοῦ στρατοῦ Her.; τῆς δυνάμεως Xen.)
τὸ π. ἐψηφίσαντο πολεμεῖν Thuc.ὡς πλήθει Plat. — в целом, вообще;ὡς ἐπὴ το π. Plat. — в большинстве случаев3) население(τῆσδε γῆς Eur.; τῆς πόλεως NT.)
4) народные массы, народ(ἐς τὸ π. φέρειν τὸ κράτος Her.; ἥ τοῦ πλήθους ἀρχή, δημοκρατία τοὔνομα κληθεῖσα Plat.)
ἐναντία τῷ ὑμετέρῳ πλήθει πράττοντες Lys. — действующие во вред вашему народу5) количество, число, численность(νεῶν Aesch.; πλήθει φοβερώτατος Thuc.)
πλήθεϊ πολλοί Her. — многочисленные;π. ἀνάριθμοι Aesch. — бесчисленные;π. ὡς δισχίλιοι Xen. — числом около двух тысяч6) размер(ы), т.е. объем или протяжение(χώρας Xen.; τῆς οὐσίας Plat.)
π. τῆς ζημίας Thuc. — мера наказания;πλήθει πολλῶν μηνῶν Soph. — по истечении многих месяцев;διὰ χρόνου π. Thuc. — в силу (большой) давности -
2 πλῆθος
πλῆθος, εος, τό, [dialect] Dor. and Arc. [full] πλῆθος Schwyzer 84.8, al. (Argive, found in Crete, v B.C.), IG5(2).6.20 (Tegea, iv B.C.), etc.; [dialect] Boeot. [full] πλεῖθος ib.7.3171.46 (Orchom. [dialect] Boeot.); pseudo-[dialect] Dor. and pseudo-[dialect] Aeol. [full] πλᾶθος GDI5176.21 ([place name] Crete), IGRom.4.1302.18 (Cyme, i B.C./ i A.D.), Hippod. ap. Stob.4.1.93: (πλήθω,A v. πίμπλημι):—great number, multitude, esp. of people, Il.17.330, Hdt.7.49, etc.; στρατοῦ π., periphr. for στρατὸς πολύς, Id.9.73; ὡς πλήθει for the mass of men, Pl.R. 389d.2 τὸ π. the greater number, the mass, main body,τὸ π. τοῦ στρατοῦ Hdt.1.82
, cf. 5.92; τὸ π. τῆς ψυχῆς the largest part of.., Pl.Lg. 689a: as Noun of Multitude with pl. Verb,Ἀθηναίων τὸ π. οἴονται Th.1.20
; τὸ π. ἐψηφίσαντο πολεμεῖν the majority, ib. 125, cf. X.Cyr.2.4.20; τῷ π. by a majority, Berl.Sitzb.1927.8 ([dialect] Locr., v B.C.): hence, people, population,σμικρὸν τὸ π. τῆσδε γῆς E.Ph. 715
.b the commons, Th. 1.9, etc.;ἡ τοῦ π. ἀρχή, δημοκρατία τοὔνομα κληθεῖσα Pl.Plt. 291d
;ἐς τὸ π. φέρειν τὸ κράτος Hdt.3.81
: freq. of the popular assembly, τὸ ὑμέτερον π., τὸ π. τὸ ὑμέτερον, Lys.12.42, Pl.Ap. 31c; Ἐρυθραίων τῷ π., Ἀθηναίων τοῦ π., IG12.10.21, 22; = Lat. plebs, Plb.6.15.11, D.S.12.25, D.H.4.71; also, association, corporation, or guild,τὸ π. τὸ Ἁλιαδᾶν IG 12(1).155.6
, 156.5 ([place name] Rhodes);τὸ τῶν Πανιαστῶν π. IGRom.4.1680
(Pergam.);τὸ π. τῶν ἱερέων OGI56.24
(Canopus, iii B.C.);π. τῶν ἁλιέων PSI5.498.2
(iii B.C.);τὸ π. τῶν μαχαιροφόρων OGI737
(Memphis, ii B.C.); opp. αἱ ἀρχαί, οἱ ὀλίγοι, Th.5.84; but also, populace, mob, opp. δῆμος (commons), X.Ath.2.18, App.BC1.10: also in pl., πείθειν τὰ π. the masses, Pl.Grg. 452e, cf. Sph. 268b;ὃ πᾶσι.. σωτήριον, μάλιστα δὲ τοῖς π. πρὸς τοὺς τυράννους D.6.24
;φιλόσοφον.. π. ἀδύνατον εἶναι Pl.R. 494a
.II quantity or number,πόσον π. ἦν νεῶν Ἑλληνίδων; A.Pers. 334
;τῆς σῆς δυνάμεως τί φῂς π. εἶναι; X.Cyr.2.1.6
;ὅμιλος πλήθει φοβερώτατος Th.2.98
;ἰσχύϊ καὶ πλήθει προέχων Id.3.74
;τῷ π. αὐτῶν καταπλαγέντες Id.4.10
;πλήθεϊ πολλοί Hdt.3.11
, cf. 6.44;σὺν πλήθει χερῶν S.OT 123
; in force,Th.
8.22: abs. in acc.,κόσοι πλῆθος Hdt.1.153
;πόσοι τὸ π.; Diph.17.1
;ἐρέται.. π. ἀνάριθμοι A.Pers.40
(anap.);π. ὡς δισχίλιοι X.An.4.2.2
;ἄπειρα τὸ π. Id.Mem.1.1.14
;ἄπειρα καὶ π. καὶ σμικρότητα Anaxag.1
;π. τι πάμπολυ φθειρῶν IG42(1).122.45
, cf. 32 (Epid., iv B.C.).III magnitude, size, or extent, [ὄρος] πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον Hdt.1.203
; πεδίον πλῆθος ἄπειρον ib. 204;ἡ ἐρῆμος.. ἐοῦσα πλῆθος ἑπτὰ ἡμερέων ὁδοῦ Id.4.123
;π. χώρας καὶ ἀνθρώπων X.An.1.5.9
.2 in [dialect] Att., of quantity or amount,διὰ π. τῆς ζημίας Th.3.70
;χρημάτων π. Id.1.9
;διὰ πλῆθος οὐσίας Pl.R. 591e
, cf. Arist.Pol. 1279a19; ; multa sudans,Id.
Ti. 84e;τὸ π. τοῦ ῥεύματος Plb.1.75.5
; τὸ παρακείμενον π. the amount entered against each, Ostr.Bodl. i 252 (ii B.C.); of money,τὸ ἴσον π. TAM2.526
([place name] Pinara): in pl., quantities,ἐμβρύων Cratin.326
;θαυμαστὸν ὅσ' ἐστ' ἀγαθῶν π. Mnesim.4.51
(anap.);οἰκοδομημάτων πλήθεσι ἢ μεγέθεσι D.C.52.30
, cf. 10.4 plurality, opp. ἕν, Dam.Pr.45.IV of Time, length,χρόνου Th.1.1
, Pl.Tht. 158d, Isoc.12.180;π. ἐτῶν Ar.Nu. 855
;πλήθει πολλῶν μηνῶν S.Ph. 722
(lyr.).V with Preps., or Advbs.,ἐς π.
in great numbers,Th.
1.14; κατὰ πλῆθος a large number at a time, IG12.6.112;ὡς ἐπὶ τὸ π.
usually, mostly,Pl.
Phdr. 275b;ὡς ἐπὶ τὸ π. εἰπεῖν Arist.GA 786a35
;κατὰ π. D.H.6.67
. -
3 ἀπο-γράφω
ἀπο-γράφω, 1) etwas abschreiben, abzeichnen, παρὰ σοῦ τὴν ἐπῳδήν Plat. Charm. 155 e; med., ἀπ' αὐτῆς ἀπεγράψατο τὴν ἀναδυομένην Ἀφροδίτην Ath. XIII, 591 a. – 2) bes. ein Verzeichniß, Register anlegen, Her. 7, 100; med., aufzeichnen lassen, 2, 145; für sich aufzeichnen, 3, 136; εἰς τοὺς νοσοῠντας ἀπογεγραμμένος ἑαυτόν Plut. reg. apophth. p. 143; τὴν ἀξίαν τῆς βλάβης Plat. Legg. VIII, 845 e; vom Vermögen ein Inventarium aufnehmen, τὸ πλῆϑος τῆς οὐσίας IV, 754 d; vgl. Xen. Hell. 3, 1, 22; bes. das Vermögen aufzeichnen, um es zu confisciren, τῆς οὐσίας ἀπογραφείσης καὶ δημευϑείσης Dem. 40, 22; vgl. Lys. 17, 4; vom Census, πρὸς ταμίαν Pol. 10, 7. Von Soldaten, Xen. Cyr. 2, 1, 18; πρός τινα Hell. 2, 4, 8; πρὸς τὸν πόλεμον D. Sic. 17, 62; προςοφείλοντά με ἀπέγραψε, führte mich noch dazu als Schuldner auf, Dem. 27, 59; ἑαυτὸν ἔχοντα 27, 14. – 3) in öffentlicher Klage, anklagen, ἀπογράφεσϑαί τινα Antipho 6, 37; vom Gerichtsvorstand, δίκην ἀπογράφεσϑαι 6, 41; ἀπεγράψατο ἐπὶ στρατηγόν Plut. Mar. 5; pass., ἐάν τις ἀπογραφῇ φόνου δίκην, angeklagt werden, Antiph. 6, 36; Lys. 7, 2; ἐς τὴν βουλὴν ἀπογραφείς Is. 4, 28 u. sonst; vgl. Xen. Hell. 7, 4, 4; διαδικασίαν πρός τινα ἀπογράφεσϑαι Dem. 47, 28; vgl. γράφειν.
-
4 απογραφω
1) тж. med. списывать, переписывать(τέν ἐπωδέν παρά τινος Plat.: τοὺς νόμους Plut.)
2) переписывать, вносить в списки, записывать, регистрировать(ἔθνος ἓν ἕκαστον Her.: τὸ πλῆθος τῆς οὐσίας Plat.)
; med. записываться(πρὸς τὸν ταξίαρχον Xen.)
ἐπὴ στρατηγίαν πολιτικέν ἀπογράψασθαι Plut. — зарегистрироваться в качестве соискателя на пост претора по делам (римских) граждан (лат. praetor urbanus)3) тж. med. подавать жалобу, обвинять(ἀπογράφεσθαι ἀπογραφήν Dem.)
ἀπογράψαι τινὰ ποιεῖν τι Lys. — подать на кого-л. жалобу за совершение какого-л. действия4) med. переводить -
5 Bulk
subs.P. and V. ὄγκος, ὁ (Plat.).Size: P. and V. μέγεθος, τό.Extent: P. and V. πλῆθος, τό.The majority: P. and V. οἱ πολλοί, τὸ πλῆθος.The bulk of the property: P. τὰ πλεῖστα τῆς οὐσίας.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bulk
-
6 ἀπογράφω
A write off, copy, and in [voice] Med., have a thing copied, have a copy made of, τι Pl.Chrm. 156a, Plu.2.221b; commit to writing, .II enter in a list, register, 7.100:—[voice] Pass., to be registered,παρὰ τοῖς ἄρχουσι Pl.Lg. 914c
, cf. Men. 272;πρὸς τὸν ἄρχοντα Is.6.44
:—freq. [voice] Med., register as one's own property,ἄρνας δέκα δύο POxy.246.10
(i A. D.); declare as liable to taxation, PTaur. 1 vii 11 (ii B. C.), etc.2 [voice] Med. also, register, note for one's own use,τὰ ἔτεα Hdt.2.145
, 3.136, cf. Heraclid.Pont. ap. Ath.11.554e, etc.3 [voice] Med., register oneself,οἱ Ἐλευσῖνάδε ἀπογραψάμενοι Lys.25.9
;πρὸς τὸν ταξίαρχον εἰς τὴν τάξιν X.Cyr.2.1.18
;ἔξεστι πᾶσιν ἀπογραψαμένοις ἐκκλησιάζειν Arist.Pol. 1297a24
;φυλῆς ἧστινος ἂν ἀπογράψηται IG2.54b11
(iv B. C.); ἀπεγράψανθο ἐμ πελτοφόρας ib.7.2823 ([dialect] Boeot.);ἀ. εἰς ἀγῶνας πυγμὴν ἢ παγκροάτιον
enter oneself for..,Plb.
39.1.8; butἀπογραψάμενος πύκτης AP11.75
(Lucill.);γέρδιος -όμενος POxy.252.4
(i A. D.);ἐπὶ στρατηγίαν ἀ.
enter as candidate for..,Plu.
Sull.5; alsoἀπογράψομαι ἐμαυτόν PGrenf.1.45.6
(ii B. C.);αὑτοὺς ἀ. Plu.Nic.14
.b metaph., subscribe to,τῇ ἐμῇ αἱρέσει Vett.Val.271.18
.III as [dialect] Att. law-term,1 ἀ. τινά enter a person's name for the purpose of accusing him, give in a copy of the charge against him, And.1.12, etc.; generally, inform against, denounce, X.HG3.3.11: c. acc. et inf.,ἀ. τινὰ μορίαν ἀφανίζειν Lys.7.29
: [voice] Med., enter one's name as an accuser, indict, : abs., ibid.; of the magistrate who receives the charge, :—in [voice] Pass., of the person accused, ἀ. φόνου δίκην ib.36, Lys.7.2, etc.2 hand in a list or inventory of property alleged to belong to the state, but held by a private person, Id.17.4, al., D.53.1,2;ἀ. οὐσίαν τινὸς ὡς δημοσίαν οὖσαν Hyp.Eux.34
; generally, give in a list or statement of property, ;τὰ χωρία καὶ τὰς οἰκίας D.22.54
:—[voice] Pass., 40.22:—[voice] Med., have such list given in, see it done, Lys.12.8,al.;ἀπογραφὴν ἀπογράψασθαι D.42.16
;τίμημα μικρόν Is.7.39
, cf. 11.34; ἀ. ἀπόλειψιν have it registered, D.30.17.b c. acc. pers., ἀπέγραψεν ταῦτα.. ἔχοντα αὑτόν gave a written acknowledgement that he was in possession of.., Id.27.14; but ἔχειν ib.47:—in [voice] Pass., to be entered in the list [of debts], Id.25.71.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπογράφω
-
7 παρα-κῑνέω
παρα-κῑνέω, daneben, nebenbei bewegen, nebenbei erwähnen; τινά, Plut. Symp. 3, 8, 1; aufregen, verwirren, φυλάττων, μή τι παρακινῇ αὑτοῠ τῶν ἐκεῖ διὰ πλῆϑος οὐσίας, Plat. Rep. IX, 591 e; bes. von Staatsumwälzungen, τὸ παρακινοῦν ἀεὶ μέρος καὶ ἐκβαῖνον ἐκ τοῦ συνήϑους κόσμου, D. Hal. 7, 55; vgl. Dem. 15, 12; τὴν πολιτείαν, Poll. 4, 36. – Gew. übertr. außer sich, in Leidenschaft gerathen, von Etwas abgehen, im Ggstz von ἐμμένειν, Plat. Rep. VII, 540 a, wahnsinnig sein, Phaedr. 249 d; οἱ ἐπὶ τοῖς ὡραίοις παρακεκινηκότες, Xen. Mem. 4, 2, 35; öfter bei Sp., ἐμπαϑὴς καὶ παρακεκινηκὼς πρὸς τὸν λόγον, Plut. Cat. min. 46; vgl. Theopomp. bei Ath. XII, 531 b; παρακινῆσαι καὶ κατενεχϑῆναι ἐς τὸν τῆς ποιητικῆς κορύβαντα, Luc. hist. conscrib. 45.
-
8 ἔκτασις
A stretching out, extension, Hp.Art.19 ; σκέλους, κώλων, Arist.IA 711a30, PA 688a16 ;καμπὴ καὶ ἔ. Pl.Lg. 795e
: metaph.,ἔ. ἄρρητος τῆς ἑαυτοῦ < οὐσίας> Porph.Sent.28
;ἡ εἰς πλῆθος ἔ. Procl.Inst. 128
.4 making explicit, κατ' ἔκτασιν, opp. κατ' ἐπίνοιαν, Theol.Ar.5, cf. 12.6 Tact., extension, deployment, , cf. Onos.10.2.II lengthening of a short syllable, D.H.Comp.25 (pl.);κατ' ἔκτασιν παραλαμβάνεσθαι D.T.632.32
;ἔστιν ἐν ἐκτάσει τοῦ ῑ A.D.Adv.161.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκτασις
-
9 ὁμαλίζω
A ,- ίσω Sm.Jb.39.10
: [tense] aor. :—[voice] Pass., [tense] pf. ὡμάλισμαι (v. infr.): [tense] aor. : [tense] fut. ὁμαλισθήσομαι ib. 1265a40 : [tense] fut. [voice] Med. ὁμαλιεῖται in pass. sense, X.Oec.18.5 : ([etym.] ὁμαλός):— make even or level,τὴν γῆν Thphr.CP5.9.8
, cf. Damox. 2.50 :—[voice] Pass., X. l.c., IG22.380.10, PPetr.2p.43 (iii B.C.).2 level, equalize,μᾶλλον δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁ. ἢ τὰς οὐσίας Arist.Pol. 1266b30
, cf. 1267b5 :—[voice] Pass., διὰ τῆς κτήσεως ὡμαλισμένης ib. 1270a39 ; ὁμαλισθησομένη εἰς τὸ αὐτὸ πλῆθος ib. 1265a40 ;πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν Isoc.5.40
, cf. 6.65.II intr., to be or remain equal or equable, maintain one's level, Thphr.CP5.1.12, Mnesith. ap. Ath.5.357e, Plb.29.26.2, Phld.Po.5.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμαλίζω
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
ИОАНН ЗЛАТОУСТ. Часть II — Учение Считая правильную веру необходимым условием спасения, И. З. в то же время призывал веровать в простоте сердца, не обнаруживая излишнего любопытства и помня, что «природа рассудочных доводов подобна некоему лабиринту и сетям, нигде не имеет … Православная энциклопедия
βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… … Dictionary of Greek